τρομερός

τρομερός
-ή, -ό / τρομερός,-ά, -όν, ΝΜΑ, θηλ. και -ος, Α
αυτός που προξενεί τρόμο, φοβερός (α. «τρομερό θέαμα» β. «ἀλλ' ἧ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ μάστιγι φοβεῑ;», Ευρ.)
νεοελλ.
1. (συνεκδ. και μτφ.) α) πολύ μεγάλος, τεράστιος, ισχυρός («τρομερή μνήμη»)
β) (για πρόσ.) (με θετ. και αρνητική σημ.) πολύ ικανός, δεινός (α. «τρομερός ομιλητής» β. «τρομερός χαρτοπαίκτης»)
γ) (για πράγμ.) πολύ ισχυρός («τρομερός θόρυβος»)
2. φρ. «είναι τρομερό»
(ενν. πράγμα) είναι ανυπόφορο («είναι τρομερό να μην μπορείς να μιλήσεις για να αποδείξεις το δίκιο σου»)
αρχ.
1. αυτός που τρέμει («γηραιῷ ποδὶ τρομερὰν ἕλκω ποδὸς βάσιν», Ευρ.)
2. τρομαγμένος, περιδεής.
επίρρ...
τρομερά Ν
(καταχρ.) σε πολύ μεγάλο βαθμό, υπερβολικά («είναι τρομερά ζηλιάρης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + κατάλ. -ερός (πρβλ. ζοφ-ερός, φοβ-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τρομερός — trembling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομερός — ή, ό επίρρ. ά 1. που προκαλεί τρόμο, τρομαχτικός, φρικιαστικός, απαίσιος: Τρομερή πυρκαγιά. 2. μτφ., ικανότατος: Τρομερός άνθρωπος. 3. μτφ., καταπληκτικός, τεράστιος, μέγιστος: Τρομερές επιπτώσεις στην πολιτική ζωή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρομερά — τρομερός trembling neut nom/voc/acc pl τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc/acc dual τρομερά̱ , τρομερός trembling fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομερόν — τρομερός trembling masc acc sg τρομερός trembling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεραῖς — τρομερός trembling fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεραί — τρομερός trembling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖο — τρομερός trembling masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖς — τρομερός trembling masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖσι — τρομερός trembling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομεροῖσιν — τρομερός trembling masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”